κάμποσος

κάμποσος
κάμποσος, -η, -ο και καμπόσος, -η, -ο
επίρρ. -ο αρκετός, όχι λίγος: Πέρασαν κάμποσοι στρατιώτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κάμποσος — και καμπόσος, η, ο (Μ κά(μ)ποσος και κα(μ)πόσος και καμπόσιος και κιαμπόσος και οκά(μ)ποσος, η, ον) ο ποσοτικά ή αριθμητικά σημαντικός, αρκετός, όχι λίγος, επαρκής (α. «κάμποσος κόσμος» β. «κάμποσα πρόβατα») νεοελλ. φρ. α) (ειρωνικά, για… …   Dictionary of Greek

  • καμπόσιος — καμπόσιος, ον (Μ) βλ. κάμποσος …   Dictionary of Greek

  • μερικός — ή, ό (ΑM) μερικός, ή, όν) [μέρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέρος ενός συνόλου, ο επιμέρους, ο ειδικός, σε αντιδιαστολή προς τον γενικό (α. «η εισήγηση ήταν καλή, σε μερικά ζητήματα όμως ήταν πολύ ασαφής» β. «ἐξήτασε τὰς μερικὰς… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • cam — adv. 1. Aproximativ, aproape. Cam pe vremea aceea trăia bunicul. ♦ Oarecum, întrucâtva. Căsătoria s a făcut cam pe ascuns. 2. Destul de...; prea. Vremea e cam rece. Haina e cam lungă. – Din camai (înv. şi mai < lat.). Trimis de valeriu,… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”